grecko » niemiecki

I . χωρικ|ός <-ή, -ό> [xɔriˈkɔs] PRZYM. (της χώρας)

II . χωρικ|ός <-ή, -ό> [xɔriˈkɔs] SUBST r.m./r.ż. (κάτοικος χωριού)

χωριστά [xɔrisˈta] PRZYSŁ.

χώρια [ˈxɔri̯a] PRZYSŁ.

1. χώρια (ξεχωριστά):

I . χωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xɔˈrizɔ] VERB cz. przech.

1. χωρίζω (απομακρύνω):

2. χωρίζω (διαιρώ):

teilen in +B.

II . χωρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [xɔˈrizɔ] VERB cz. nieprzech.

1. χωρίζω (αφήνω και φεύγω):

2. χωρίζω (παίρνω διαζύγιο):

χωρατό [xɔraˈtɔ] SUBST r.n.

ψαρική [psariˈci] SUBST r.ż.

ωδική [ɔðiˈci] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский