grecko » niemiecki

δουλεία [ðuˈlia] SUBST r.ż.

1. δουλεία (σκλαβιά):

δουλεία
Sklaverei r.ż.

2. δουλεία PR. (οδού κτλ):

δουλεία
πραγματική δουλεία
προσωπική δουλεία

δουλειά [ðuˈʎa] SUBST r.ż.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский