grecko » niemiecki

εξαγορά [ɛksaɣɔˈra] SUBST r.ż.

1. εξαγορά (κρατουμένου):

Loskauf r.m.

2. εξαγορά (κατάθεσης μάρτυρα):

Erkaufen r.n.

3. εξαγορά (δωροδοκία):

Bestechung r.ż.

4. εξαγορά (θητείας):

I . εξαρτ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksarˈtɔ] VERB cz. przech.

I . εξασκ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksasˈkɔ] VERB cz. przech.

2. εξασκώ (επάγγελμα, επιρροή, πίεση):

3. εξασκώ (βία):

I . εξαιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [ɛksɛˈrɔ] VERB cz. przech.

1. εξαιρώ (θεωρώ εξαιρετέο, δε συμπεριλαμβάνω):

2. εξαιρώ (από καθήκον):

II . εξαιρούμαι VERB cz. zwr.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский