grecko » niemiecki

επιστήθι|ος <-α, -ο> [ɛpiˈstiθiɔs] PRZYM.

1. επιστήθιος (πάνω στο στήθος):

Brust-

2. επιστήθιος przen.:

επιστήλιο [ɛpiˈstiliɔ] SUBST r.n. NAUT.

επιστασία [ɛpistaˈsia] SUBST r.ż.

επιστόμιο [ɛpiˈstɔmiɔ] SUBST r.n.

1. επιστόμιο (μουσικού οργάνου, πίπας):

Mundstück r.n.

2. επιστόμιο (τάπα):

Verschluss r.m.

3. επιστόμιο (για μποξ):

Mundschutz r.m.

επιστύλιο [ɛpiˈstiliɔ] SUBST r.n.

επιστήμων

επιστήμων s. επιστήμονας

Zobacz też επιστήμονας

επιστήμονας [ɛpisˈtimɔnas] SUBST mf

επιστατ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpistaˈtɔ] VERB cz. nieprzech.

επιστολή [ɛpistɔˈli] SUBST r.ż.

2. επιστολή (γράμμα: όρος επίσημης αλληλογραφίας):

Schreiben r.n.

επιστάτης (επιστάτρια) [ɛpiˈstatis, ɛpiˈstatria] SUBST r.m./r.ż. (r.ż.)

I . επ|ιστρέφω <-έστρεψα [ή -ίστρεψα], -ιστράφηκα> [ɛpiˈstrɛfɔ] VERB cz. przech.

1. επιστρέφω (δίνω πίσω):

2. επιστρέφω (χρήματα: από δημόσια αρχή, από επιχείρηση):

II . επ|ιστρέφω <-έστρεψα [ή -ίστρεψα], -ιστράφηκα> [ɛpiˈstrɛfɔ] VERB cz. nieprzech.

επιστρέφω (γυρίζω) VERB cz. nieprzech.:

επίστρωμα [ɛˈpistrɔma] SUBST r.n.

1. επίστρωμα (γενικά):

Überzug r.m.

2. επίστρωμα (μεταλλικό):

Beschichtung r.ż.

επιστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpiˈstrɔnɔ] VERB cz. przech.

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский