grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „ευκαιρία“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

ευκαιρία [ɛfcɛˈria] SUBST r.ż.

2. ευκαιρία (δυνατότητα):

ευκαιρία
Möglichkeit r.ż.

3. ευκαιρία (εξαιρετική, ενδεχόμενη ή τελευταία δυνατότητα):

ευκαιρία
Chance r.ż.
δώσε μου μια ευκαιρία ακόμα
είναι η ευκαιρία της ζωής σου!
ισότητα r.ż. ευκαιριών POLIT., GOSP.

Przykładowe zdania ze słowem ευκαιρία

δεν αφήνω μια ευκαιρία
μη χάσεις ευκαιρία! iron.
αδράχνω την ευκαιρία
αρπάζω την ευκαιρία
χάνω μια ευκαιρία
μου δόθηκε η ευκαιρία να
με την πρώτη ευκαιρία θα
δώσε μου μια ευκαιρία ακόμα
δε βρήκα ευκαιρία/δε μου δόθηκε η ευκαιρία να το
είναι η ευκαιρία της ζωής σου!
(δεν) έχω ευκαιρία να κάνω κάτι
δε χάνει ευκαιρία να λέει ότι

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский