grecko » niemiecki

Tłumaczenia dla hasła „κόστος“ w grecko » niemiecki słowniku (Przełącz na niemiecko » grecki)

κόστος [ˈkɔstɔs] SUBST r.n. (σύνολο δαπάνης)

κόστος
Kosten l.mn.
άμεσο/έμμεσο κόστος KSIĘG.
Lohnkosten l.mn.
κόστος αποθήκευσης
Lagerkosten l.mn.
κόστος διάθεσης GOSP.
κόστος και ναύλος GOSP. (Incoterm)
εκτιμώμενο κόστος
έμμεσο κόστος GOSP.
επακόλουθο κόστος
Folgekosten l.mn.
κόστος ζωής
κόστος κεφαλαίου
μέσο κόστος
μεταβλητό κόστος
Stückkosten l.mn.
οριακό κόστος
Grenzkosten l.mn.
κόστος παραγωγής
πραγματικό κόστος
Istkosten l.mn.
πραγματικό κόστος
σταθερό κόστος
Fixkosten l.mn.
μέσο σταθερό κόστος
συνολικό κόστος
Gesamtkosten l.mn.
Kostenart r.ż.

Przykładowe zdania ze słowem κόστος

κόστος r.n. κτήσης
κόστος r.n. κατασκευής,
κόστος r.n. κατασκευών
Baukosten l.mn.
κόστος r.n. διαφήμισης
ολικό κόστος
ιστορικό κόστος
κόστος διάθεσης GOSP.
έμμεσο κόστος GOSP.
κόστος ζωής
κόστος κεφαλαίου
μέσο κόστος
μεταβλητό κόστος
οριακό κόστος

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский