grecko » niemiecki

λογαριασμός [lɔɣari̯azˈmɔs] SUBST r.m.

4. λογαριασμός (απολογία):

λυγερ|ός <-ή, -ό> [lijɛˈrɔs] PRZYM.

1. λυγερός (ευλύγιστος):

2. λυγερός (λεπτός):

ζυγαριά [ziɣaˈri̯a] SUBST r.ż.

II . λογαριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [lɔɣaˈri̯azɔ] VERB cz. przech.

3. λογαριάζω (συγκαταλέγω):

4. λογαριάζω (λαβαίνω υπόψη):

III . λογαριάζομαι VERB cz. zwr.

φασαρίας [fasaˈrias] SUBST r.m.

Ουγγαρία [uŋgaˈria] SUBST r.ż.

λυγμός [liɣˈmɔs] SUBST r.m.

λυγεράδα [lijɛˈraða] SUBST r.ż.

1. λυγεράδα (ευλυγισία):

2. λυγεράδα (λεπτότητα):

Schlankheit r.ż.

λυγιστ|ός <-ή, -ό> [lijisˈtɔs] PRZYM. (λυγισμένος)

αλογάριαστ|ος <-η, -ο> [alɔˈɣari̯astɔs] PRZYM.

1. αλογάριαστος (ζημιά, πλούτη):

2. αλογάριαστος (ατσιγγούνευτος):

3. αλογάριαστος (για ανοιχτό λογαριασμό):

4. αλογάριαστος (απερίσκεπτος):

λυγαριά SUBST

Hasło od użytkownika

Chcesz dodać słowo, frazę lub tłumaczenie?

Wyślij nowe hasło.

Interfejs: Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский